Ελένη μου..
Η γιαγιά είχε πεθάνει εδώ και χρόνια.
Αυτός ζούσε πλέον μόνος, στο μικρό πέτρινο σπιτάκι τους, στο κέντρο του χωριού.
Ήταν ήδη μεγάλος και περνούσε τις ώρες του στο όμορφο καφενείο στην πλατεία, μαζί με τα εγγόνια και τα δισέγγονά του. Κάθε λίγο, κερνούσε κρυφά τα παιδιά παγωτό από το καφενείο, όσο και αν θύμωναν οι μαμάδες. Καθόταν σε μια ξύλινη καρέκλα και τα έβλεπε να παίζουν με ένα χαμόγελο πάντα ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Μια φορά μας κάλεσε να πάμε στο σπίτι του. Ήταν μια κρύα βραδιά του Γενάρη και επισκεφτήκαμε το χωριό απροειδοποίητα. Το μικρό του σπιτάκι μύριζε καμένο ξύλο από την σιδερένια ξυλόσομπα που ζέσταινε τον χώρο. Μια μικρή τηλεόραση έπαιζε την καθημερινή εκπομπή από το κρατικό κανάλι. Με χαρά, όπως πάντα, μας κάλεσε μέσα και έφερε τα πάντα για να μας κεράσει, όσο κι αν δυσκολευόταν πια να περπατήσει. Αγαπούσε πολύ την οικογένειά μου. Το έβλεπες πάντα, από τον τρόπο που μας μιλούσε. Και εμείς τον αγαπούσαμε πολύ, πάντα θα τον αγαπάμε. Εκείνη την βραδιά, καθώς μιλούσε, με κοίταξε και μου ζήτησε να δω την φωτογραφία που είχε κρεμασμένη στον τοίχο του σπιτιού, πάνω από το μικρό ξύλινο τραπέζι της κουζίνας. Η φωτογραφία ήταν από το ημερολόγιο που κάθε χρόνο εκδίδει το κοινοτικό συμβούλιο του χωριού. «Ποια είναι αυτή; Την ξέρεις;» με ρώτησε. «Η γιαγιά η Ελένη!» του απάντησα. Τα μάτια του γέμισαν και ένα μικρό χαμόγελο σχεδιάστηκε στο πρόσωπό του, καθώς παρέμεινε προσηλωμένος στην φωτογραφία. Ήταν η Ελένη του.
Πάντα τον θυμάμαι να της μιλά γλυκά και με απέραντο σεβασμό. Πάντα την έλεγε «Ελένη μου». Από μικρή, μια φορά στο τόσο πηγαίναμε στο χωριό και τους επισκεπτόμασταν. Η γιαγιά Ελένη και ο παππούς έτρεχαν πάντα όταν μας έβλεπαν, να μας αγκαλιάσουν. Και πάντα μας κερνούσαν φρέσκα καρύδια από το χωριό. Έδιναν σε μένα και στα αδέρφια μου μερικά σφυριά και τρέχαμε μέσα στην αυλή για να σπάσουμε και να πιάσουμε τα καρύδια μας, τα οποία συχνά κυλούσαν και έπεφταν κάτω από την βεράντα του σπιτιού. Η εικόνα από τα καρύδια πάντα μου θυμίζει τον παππού και την γιαγιά στο χωριό.
Πάντα θα μου τους θυμίζει.
«Ελένη μου..»
Μικρή, όπως αναφέρει η μαμά μου, όταν πηγαίναμε στο χωριό, έλεγα πως θα βλέπαμε τον Παππού και την φιλενάδα του, την Ελένη. Γιατί οι δυό τους ήταν πάντα αγαπημένοι. Πάντα ερωτευμένοι. Όσο κι αν μεγάλωναν. Ο χρόνος περνούσε από τα σώματά τους αλλά άφηνε την αγάπη τους ανεπηρέαστη, ανέγγιχτη. Ζούσαν σαν νιόπαντροι.
«Ελένη μου..».
Η φωνή του παππού να αποκαλεί την γιαγιά «μου» ηχεί συχνά στα αυτιά μου όταν τον σκέφτομαι. Κι όταν καμιά φορά χάνω την ελπίδα μου και αμφιβάλω για την ύπαρξη της πραγματικής αγάπης, φέρνω στον νου μου τον παππού και την γιαγιά Ελένη. Το δεύτερο ζευγάρι ηλικιωμένων που μου έχει αποδείξει πως η αγάπη υπάρχει. Πως ο έρωτας ζει. Πως όσο σπάνιο κι αν είναι, δεν είναι φαντασία, ούτε ουτοπική πλάνη του μυαλού. Αν είσαι τυχερός τα βρίσκεις. Ο έρωτας και η αυθεντική αγάπη, αυτή που μένει στον χρόνο, αυτή που γαληνεύει την ψυχή, αυτή που διαβάζεις στα παραμύθια, αυτή που σου τρυπά την καρδιά σαν την νιώσεις είναι πραγματική.
Και εσύ, που διστάζεις να αγαπήσεις, φοβάσαι να αγαπηθείς, αμφισβητείς την ύπαρξή της, φαίνεσαι πια μικρός και δειλός μπροστά στο μεγαλείο της. Κάτι τέτοια παραδείγματα αγάπης, σε βάζουν πάλι στον σωστό δρόμο. Εκεί που η συντροφικότητα και ο γάμος έχουν αληθινή αξία. Και όταν μαυρίζεις και όλα φαίνονται μάταια στην ζωή σου και νιώθεις πως δεν θα αγαπηθείς ποτέ, μια μικρή φωνή μέσα σου ακούγεται γλυκά να λέει «Ελένη μου» και ποτίζει το μικρό λουλούδι της ελπίδας που είχες κρύψει βαθιά μέσα στο δάσος στης καρδιάς σου. Και εκεί, ξανάπιστεύεις..
Χάσαμε πριν λίγες μέρες τον παππού. Αλλά δεν λυπάμαι.
Θα μας λείψει, ναι.. Mετά από δέκα χρόνια θα βρεί ξανά επιτέλους την Ελένη του.
Αυτήν που δεν έβγαλε πότε από το μυαλό του. Αυτήν που σκεφτόταν κάθε μέρα. Αυτήν που θα τον περιμένει σίγουρα με ανυπομονησία.
Ελένη μου.. Έρχεται σε σένα ο Κωστής σου.
Χαρείτε ουρανοί..
by Heart of Opal